- ακρωτηρίασμα
- ἀκρωτηρίασμα, το (Μ) [ἀκρωτηριάζω]ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκρωτηριασμάτων — ἀκρωτηρίασμα mutilation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριάσματα — ἀκρωτηρίασμα mutilation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρωτηριάζω — (Α ἀκρωτηριάζω) 1. (για πράγματα) κόβω, κυρίως τις άκρες 2. (για ανθρώπους) (αρχ. και το μεσ.) κόβω μέλος τού σώματος κάποιου, κυρίως χέρι ή πόδι 3. κολοβώνω, σακατεύω, παραμορφώνω νεοελλ. με εγχείριση τέμνω μέλος τού ανθρώπινου σώματος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek